- καντζιλέριος
- καντζιλέριος, ὁ (Μ)βλ. καντζιλιέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καντζιλιέρης — ο (Μ καντζηλιέρης και καντζιλιέρης και καντζιλέριος) γραμματέας ή σύμβουλος ανώτερου αξιωματούχου ή ηγεμόνα νεοελλ. κοινοτικό αξίωμα στα αυτοδιοικούμενα νησιά τού Αιγαίου επί τουρκοκρατίας μσν. αξιωματικός τής βυζαντινής Αυλής, λογοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek